- επιφώνημα
- Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά, με τη γλώσσα του ατόμου.
Τα ε. φανερώνουν θαυμασμό (α!, ω!), απορία (μπα!), πόνο, λύπη (αχ!, ωχ!), κάλεσμα (ε!), αβεβαιότητα (χμ!) κλπ. Επιφωνηματική έκφραση μπορούν επίσης να αποτελέσουν μία ή περισσότερες λέξεις, ουσιαστικά (κρίμα!), επίθετα (τονκαημένο!), ρήματα (ζήτω!), επιρρήματα (έξω!), που έχουν συγκεκριμένη έννοια, αλλά που αποκτούν την αξία ε. χάρη σε έναν ιδιαίτερο φραστικό τονισμό ή στη θέση τους μέσα στον λόγο.
* * *το (AM ἐπιφώνημα) [επιφωνώ]γραμμ. άκλιτες, μονοσύλλαβες κυρίως λέξεις που εκφράζουν συναισθήματα φόβου, θαυμασμού, χαράς, λύπης, έκπληξης κ.λπ. και αποτελούν ένα από τα δέκα μέρη τού λόγουμσν.1. επιγραφή2. (βυζ. μουσ.) σύντομη μελωδία που ψάλλεται στους ειρμούς μετά το τέλος τών ψαλλόμενων κρατημάτωναρχ.1. (ρητορ.) ζωηρή καταληκτική φράση που περιέχει το συμπέρασμα ή την ηθική εφαρμογή ή γίνεται απλώς για καλλωπισμό τού λόγου2. αστείος λόγος, φράση («Ἡγησίας ὁ Μάγνης ἐπιπεφώνηκεν ἐπιφώνημα κατασβέσαι τὴν πυρκαϊάν ἐκείνην ὑπὸ ψυχρίας δυνάμενον», Πλούτ.)3. μουσ. επωδός.
Dictionary of Greek. 2013.